boyish$9350$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

boyish$9350$ - translation to ελληνικό

YOUNG MALE HUMAN
Boys; Shaveling; Boyish; Momche; 👦; Human boy; 🛉; 👦🏻; 👦🏼; 👦🏽; 👦🏾; 👦🏿; Boyishness
  • Boys working in the Textile Mills. [[Massachusetts]], 1912
  • Tanzanian boy transporting fodder
  • Tigray]] boy in [[Ethiopia]]
  • Armenian]] boys at play
  • Poor Neapolitan children
  • Adolescent boys in [[Uruguay]]
  • Filipino]] boy

boyish      
adj. παιδικός, παιδαριώδης

Ορισμός

shaveling
['?e?vl??]
¦ noun archaic, derogatory a clergyman or priest with a tonsured head.

Βικιπαίδεια

Boy

A boy is a young male human. The term is commonly used for a child or an adolescent. When a male human reaches adulthood, he is usually described as a man.